φωτόμετρο

φωτόμετρο
το, Ν
1. φυσ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση τής έντασης μιας φωτεινής πηγής
2. (φωτογρ.) όργανο με το οποίο προσδιορίζεται ο χρόνος έκθεσης στο φως τού φωτογραφικού ή κινηματογραφικού φιλμ κατά τη φωτογράφηση, κινηματογράφηση, καθώς και κατά τη μαγνητοσκοπική εικονοληψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photometre < φωτ(ο)-* + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. φωτόμετρον, μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Δ. Σχινά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωτόμετρο — το (φυσ.), ειδικό όργανο για φωτομέτρηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοφωτόμετρο — το όργανο μέτρησης τής έντασης τού ηλιακού φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. heliophotometre < helio (πρβλ. ηλιο *) + photometre (πρβλ. φωτόμετρο)] …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • φασματοφωτόμετρο — το, Ν (φυσ. τεχνολ.) συσκευή που συνδυάζει φασματόμετρο, χρησιμοποιούμενο ως μονοχρωματιστή, με φωτομετρικό σύστημα, που επιτρέπει τη σύγκριση τής φασματικής ανάλυσης δύο ακτινοβολιών, συσκευή που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μελέτη τής… …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτομετρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτομετρία («φωτομετρικός θάλαμος»). επίρρ... φωτομετρικώς και φωτομετρικά Ν με φωτομετρικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτόμετρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ηρ. Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικών Επιστημών και Τεχνολογίας (Αθηνών) — Ανήκει στη Σχολή Θετικών Επιστημών και στο Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στεγάζεται στο κτίριο του Παλαιού Χημείου του Πανεπιστημίου (Σόλωνος 104), το οποίο χτίστηκε το 1887 σε σχέδια του Βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Αυτό… …   Dictionary of Greek

  • Μπούνσεν, Ρόμπερτ Βίλχελμ φον- — (Robert Wilhelm von Bunsen, Γκέτινγκεν 1811 Χαϊδελβέργη 1899). Γερμανός χημικός. Ονομάστηκε υφηγητής στο Γκέτινγκεν (1833) και δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κάσελ Μάρμπουργκ, Μπρεσλάου και τελικά εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη. Ήταν ικανότατος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”